- καταμελίζω
- (Μ καταμελίζω)κόβω σε πολλά και μικρά κομμάτια, διαμελίζω, κομματιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μελίζω «διαμελίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμελισμός — ο διαμελισμός, χωρισμός σε πολλά μικρά τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταμελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek